Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐγέρσιμος
ἔγερσις
ἐγερτέον
ἐγερτί
ἐγερτικός
ἔγημα
ἐγήνατο
ἐγκαθαρμόζω
ἐγκαθέζομαι
ἐγκάθετος
ἐγκαθεύδω
ἐγκαθηβάω
ἐγκάθημαι
ἐγκαθιδρῡ́ω
ἐγκαθίζω
ἐγκαθίημι
ἐγκαθίστημι
ἐγκαθοράω
ἐγκαθορμίζομαι
ἐγκαθυβρίζω
ἐγκαίνια
View word page
ἐγ-καθεύδω
ἐγ-καθεύδωvb be asleep in bed Ar.

ShortDef

sleep among

Debugging

Headword:
ἐγκαθεύδω
Headword (normalized):
ἐγκαθεύδω
Headword (normalized/stripped):
εγκαθευδω
IDX:
10596
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10597
Key:
ἐγκαθεύδω

Data

{'headword_display': '<b>ἐγ-καθεύδω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἐγ-καθεύδω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>be asleep in bed</Tr> <Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἐγκαθεύδω'}