Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐγείρω
ἐγενήθην
ἐγερσιβόᾱς
ἐγέρσιμος
ἔγερσις
ἐγερτέον
ἐγερτί
ἐγερτικός
ἔγημα
ἐγήνατο
ἐγκαθαρμόζω
ἐγκαθέζομαι
ἐγκάθετος
ἐγκαθεύδω
ἐγκαθηβάω
ἐγκάθημαι
ἐγκαθιδρῡ́ω
ἐγκαθίζω
ἐγκαθίημι
ἐγκαθίστημι
ἐγκαθοράω
View word page
ἐγ-καθαρμόζω
ἐγ-καθαρμόζωvb fit someone's neckw.prep.phr.into stocksAr.

ShortDef

fit in

Debugging

Headword:
ἐγκαθαρμόζω
Headword (normalized):
ἐγκαθαρμόζω
Headword (normalized/stripped):
εγκαθαρμοζω
IDX:
10593
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10594
Key:
ἐγκαθαρμόζω

Data

{'headword_display': '<b>ἐγ-καθαρμόζω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>ἐγ-καθαρμόζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>fit</Tr> <Obj>someone's neck<Expl><GLbl>w.prep.phr.</GLbl>into stocks</Expl><Au>Ar.</Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'ἐγκαθαρμόζω'}