Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀρτιτελής
ἀρτίτομος
ἀρτιτρεφής
ἀρτίτροφος
ἀρτιφανής
ἀρτίφρων
ἀρτίχειρ
ἀρτίχριστος
ἀρτίως
ἀρτοκόπος
ἀρτοποιίᾱ
ἀρτοποιός
ἀρτοπώλης
ἀρτοπώλιον
ἄρτος
ἀρτοσῑτέω
ἀρτοφαγέω
ἀρτῦναι
ἀρτῡ́νω
ἀρτύς
ἀρτύω
View word page
ἀρτοποιίᾱ
ἀρτοποιίᾱᾱςfἀρτοποιός bread-makingas an industryX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀρτοποιίᾱ
Headword (normalized):
ἀρτοποιίᾱ
Headword (normalized/stripped):
αρτοποιια
IDX:
1057
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1058
Key:
ἀρτοποιίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>ἀρτοποιίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀρτοποιίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>ἀρτοποιός</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>bread-making<Expl>as an industry</Expl></Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀρτοποιίᾱ'}