Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δωροφάγος
δωροφορέω
δωροφορικός
δωροφόρος
δωρύττομαι
Δώς
δωσέμεν
δωσίδικος
δώσω
δωτῆρες
δώτης
δωτῑνάζω
δωτῑ́νη
δώτωρ
ἔᾱ
ἔᾱ
ἔᾱ
ἔᾱγα
ἕᾱδα
View word page
δώτης
δώτηςουm one who habitually givesgiverHes.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δώτης
Headword (normalized):
δώτης
Headword (normalized/stripped):
δωτης
IDX:
10486
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10487
Key:
δώτης

Data

{'headword_display': '<b>δώτης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δώτης</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Def>one who habitually gives</Def><Tr>giver</Tr><Au>Hes.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δώτης'}