Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δῶρον
δωροξενίᾱ
δωροφάγος
δωροφορέω
δωροφορικός
δωροφόρος
δωρύττομαι
Δώς
δωσέμεν
δωσίδικος
δώσω
δωτῆρες
δώτης
δωτῑνάζω
δωτῑ́νη
δώτωρ
ἔᾱ
ἔᾱ
ἔᾱ
View word page
δώσω
δώσωfut.seeδίδωμι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δώσω
Headword (normalized):
δώσω
Headword (normalized/stripped):
δωσω
IDX:
10484
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10485
Key:
δώσω

Data

{'headword_display': '<b>δώσω</b>', 'content': '<XE><RefFm>δώσω<LblR>fut.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>δίδωμι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'δώσω'}