Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
Δωροδοκιστί
δωροδόκος
δῶρον
δωροξενίᾱ
δωροφάγος
δωροφορέω
δωροφορικός
δωροφόρος
δωρύττομαι
Δώς
δωσέμεν
δωσίδικος
δώσω
δωτῆρες
δώτης
δωτῑνάζω
δωτῑ́νη
δώτωρ
ἕ
ἔ
ἔᾱ
View word page
δωσέμεν
δωσέμεν
δωσέμεναι
ep.fut.infs.
see
δίδωμι
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δωσέμεν
Headword (normalized):
δωσέμεν
Headword (normalized/stripped):
δωσεμεν
IDX:
10482
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10483
Key:
δωσέμεν
Data
{'headword_display': '<b>δωσέμεν</b>', 'content': '<XE><RefFm>δωσέμεν</RefFm><RefFm>δωσέμεναι<LblR>ep.fut.infs.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>δίδωμι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'δωσέμεν'}