Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δωροδόκημα
δωροδοκίᾱ
Δωροδοκιστί
δωροδόκος
δῶρον
δωροξενίᾱ
δωροφάγος
δωροφορέω
δωροφορικός
δωροφόρος
δωρύττομαι
Δώς
δωσέμεν
δωσίδικος
δώσω
δωτῆρες
δώτης
δωτῑνάζω
δωτῑ́νη
δώτωρ
View word page
δωρύττομαι
δωρύττομαιdial.mid.vb give, presentsthg.w.dat.to someoneTheoc.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δωρύττομαι
Headword (normalized):
δωρύττομαι
Headword (normalized/stripped):
δωρυττομαι
IDX:
10480
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10481
Key:
δωρύττομαι

Data

{'headword_display': '<b>δωρύττομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δωρύττομαι</HL><PS>dial.mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>give, present</Tr><Obj>sthg.<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>to someone</Expl><Au>Theoc.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'δωρύττομαι'}