Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δωροδοκέω
δωροδόκημα
δωροδοκίᾱ
Δωροδοκιστί
δωροδόκος
δῶρον
δωροξενίᾱ
δωροφάγος
δωροφορέω
δωροφορικός
δωροφόρος
δωρύττομαι
Δώς
δωσέμεν
δωσίδικος
δώσω
δωτῆρες
δώτης
δωτῑνάζω
δωτῑ́νη
δώτωρ
View word page
δωρο-φόρος
δωροφόροςονadjφέρω of personsbringing giftsPi.

ShortDef

bringing presents

Debugging

Headword:
δωροφόρος
Headword (normalized):
δωροφόρος
Headword (normalized/stripped):
δωροφορος
IDX:
10479
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10480
Key:
δωροφόρος

Data

{'headword_display': '<b>δωρο-φόρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δωρο<hyph/>φόρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φέρω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of persons</Indic><Tr>bringing gifts</Tr><Au>Pi.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δωροφόρος'}