Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δωρητικός
δωρητός
Δωριεῖς
δωροδοκέω
δωροδόκημα
δωροδοκίᾱ
Δωροδοκιστί
δωροδόκος
δῶρον
δωροξενίᾱ
δωροφάγος
δωροφορέω
δωροφορικός
δωροφόρος
δωρύττομαι
Δώς
δωσέμεν
δωσίδικος
δώσω
δωτῆρες
δώτης
View word page
δωρο-φάγος
δωροφάγοςονadjφαγεῖν of personsgift-guzzling, with an appetite for giftsHes. Plb.

ShortDef

greedy of presents

Debugging

Headword:
δωροφάγος
Headword (normalized):
δωροφάγος
Headword (normalized/stripped):
δωροφαγος
IDX:
10476
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10477
Key:
δωροφάγος

Data

{'headword_display': '<b>δωρο-φάγος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δωρο<hyph/>φάγος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φαγεῖν</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of persons</Indic><Tr>gift-guzzling, with an appetite for gifts</Tr><Au>Hes. Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δωροφάγος'}