Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δώρημα
δωρητικός
δωρητός
Δωριεῖς
δωροδοκέω
δωροδόκημα
δωροδοκίᾱ
Δωροδοκιστί
δωροδόκος
δῶρον
δωροξενίᾱ
δωροφάγος
δωροφορέω
δωροφορικός
δωροφόρος
δωρύττομαι
Δώς
δωσέμεν
δωσίδικος
δώσω
δωτῆρες
View word page
δωρο-ξενίᾱ
δωροξενίᾱᾱςf bribery in a claim to citizenshipby a foreignerArist.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δωροξενίᾱ
Headword (normalized):
δωροξενίᾱ
Headword (normalized/stripped):
δωροξενια
IDX:
10475
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10476
Key:
δωροξενίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>δωρο-ξενίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δωρο<hyph/>ξενίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>bribery in a claim to citizenship<Expl>by a foreigner</Expl></Tr><Au>Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δωροξενίᾱ'}