Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δῶναξ
δωρεᾱ́
δωρέω
δώρημα
δωρητικός
δωρητός
Δωριεῖς
δωροδοκέω
δωροδόκημα
δωροδοκίᾱ
Δωροδοκιστί
δωροδόκος
δῶρον
δωροξενίᾱ
δωροφάγος
δωροφορέω
δωροφορικός
δωροφόρος
δωρύττομαι
Δώς
δωσέμεν
View word page
Δωροδοκιστί
Δωροδοκιστίadvδωροδόκος, w. play on the musical sense of Δωριστί in the Bribery modeAr.

ShortDef

in bribe-fashion

Debugging

Headword:
Δωροδοκιστί
Headword (normalized):
δωροδοκιστί
Headword (normalized/stripped):
δωροδοκιστι
IDX:
10472
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10473
Key:
Δωροδοκιστί

Data

{'headword_display': '<b>Δωροδοκιστί</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>Δωροδοκιστί</HL><PS>adv</PS><Ety><Ref>δωροδόκος</Ref>, w. play on the musical sense of <Ref>Δωριστί</Ref></Ety></vHG> <advS1><Tr>in the Bribery mode</Tr><Au>Ar.</Au></advS1></AdvE>', 'key': 'Δωροδοκιστί'}