Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δωμάω
δῶν
δῶναξ
δωρεᾱ́
δωρέω
δώρημα
δωρητικός
δωρητός
Δωριεῖς
δωροδοκέω
δωροδόκημα
δωροδοκίᾱ
Δωροδοκιστί
δωροδόκος
δῶρον
δωροξενίᾱ
δωροφάγος
δωροφορέω
δωροφορικός
δωροφόρος
δωρύττομαι
View word page
δωροδόκημα
δωροδόκημαατοςn instance of bribe-takingacceptance of a bribeAeschin. D.concr.money received as a bribeAeschin.

ShortDef

acceptance of a bribe, corruption

Debugging

Headword:
δωροδόκημα
Headword (normalized):
δωροδόκημα
Headword (normalized/stripped):
δωροδοκημα
IDX:
10470
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10471
Key:
δωροδόκημα

Data

{'headword_display': '<b>δωροδόκημα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δωροδόκημα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Def>instance of bribe-taking</Def><Tr>acceptance of a bribe</Tr><Au>Aeschin. D.</Au><nS2><Indic>concr.</Indic><Tr>money received as a bribe</Tr><Au>Aeschin.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'δωροδόκημα'}