Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀρτικροτέομαι
ἀρτιμαθής
ἀρτιμελής
Ἄρτιμις
ἄρτιος
ἀρτιότης
ἀρτιπαγής
ἀρτίπλουτος
ἀρτίπους
ἄρτισις
ἀρτίστομος
ἀρτιτελής
ἀρτίτομος
ἀρτιτρεφής
ἀρτίτροφος
ἀρτιφανής
ἀρτίφρων
ἀρτίχειρ
ἀρτίχριστος
ἀρτίως
ἀρτοκόπος
View word page
ἀρτί-στομος
ἀρτίστομοςονadjἄρτιοςστόμα of speechprecisely spokenPlu.

ShortDef

speaking in good idiom, with a straight tip

Debugging

Headword:
ἀρτίστομος
Headword (normalized):
ἀρτίστομος
Headword (normalized/stripped):
αρτιστομος
IDX:
1046
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1047
Key:
ἀρτίστομος

Data

{'headword_display': '<b>ἀρτί-στομος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀρτί<hyph/>στομος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἄρτιος</Ref><Ref>στόμα</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of speech</Indic><Tr>precisely spoken</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀρτίστομος'}