Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δωμάτιον
δωματῖτις
δωματόομαι
δωματοφθορέω
δωμάω
δῶν
δῶναξ
δωρεᾱ́
δωρέω
δώρημα
δωρητικός
δωρητός
Δωριεῖς
δωροδοκέω
δωροδόκημα
δωροδοκίᾱ
Δωροδοκιστί
δωροδόκος
δῶρον
δωροξενίᾱ
δωροφάγος
View word page
δωρητικός
δωρητικόςή όνadj of a form of exchangeby means of a giftopp. by a salePl.

ShortDef

concerned with giving

Debugging

Headword:
δωρητικός
Headword (normalized):
δωρητικός
Headword (normalized/stripped):
δωρητικος
IDX:
10466
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10467
Key:
δωρητικός

Data

{'headword_display': '<b>δωρητικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δωρητικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a form of exchange</Indic><Tr>by means of a gift<Expl>opp. by a sale</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δωρητικός'}