Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δωδέκατος
δωδεκάφῡλον
δωδεκετής
Δωδώνη
δῶκα
δώλᾱ
δῶμα
δωμάτιον
δωματῖτις
δωματόομαι
δωματοφθορέω
δωμάω
δῶν
δῶναξ
δωρεᾱ́
δωρέω
δώρημα
δωρητικός
δωρητός
Δωριεῖς
δωροδοκέω
View word page
δωματοφθορέω
δωματοφθορέωcontr.vbφθείρω ruin a houseby inappropriate behaviourA.

ShortDef

to ruin the house

Debugging

Headword:
δωματοφθορέω
Headword (normalized):
δωματοφθορέω
Headword (normalized/stripped):
δωματοφθορεω
IDX:
10459
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10460
Key:
δωματοφθορέω

Data

{'headword_display': '<b>δωματοφθορέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δωματοφθορέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>φθείρω</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>ruin a house<Expl>by inappropriate behaviour</Expl></Tr><Au>A.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'δωματοφθορέω'}