Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δωδεκάκις
δωδεκάλινος
δωδεκάμηνος
δωδεκαμήχανος
δωδεκάπαλαι
δωδεκάπους
δωδέκαρχος
δωδεκάς
δωδεκάσκαλμος
δωδεκάσκῡτος
δωδεκάστολος
δωδεκαταῖος
δωδεκατημόριον
δωδέκατος
δωδεκάφῡλον
δωδεκετής
Δωδώνη
δῶκα
δώλᾱ
δῶμα
δωμάτιον
View word page
δωδεκά-στολος
δωδεκάστολοςονadjστόλος of shipsforming a squadron of twelveE.

ShortDef

in an expedition of twelve

Debugging

Headword:
δωδεκάστολος
Headword (normalized):
δωδεκάστολος
Headword (normalized/stripped):
δωδεκαστολος
IDX:
10446
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10447
Key:
δωδεκάστολος

Data

{'headword_display': '<b>δωδεκά-στολος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δωδεκά<hyph/>στολος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>στόλος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of ships</Indic><Tr>forming a squadron of twelve</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δωδεκάστολος'}