Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δωδεκάγναμπτος
δωδεκάδαρχος
δωδεκάδραχμος
δωδεκαετής
δωδεκάκις
δωδεκάλινος
δωδεκάμηνος
δωδεκαμήχανος
δωδεκάπαλαι
δωδεκάπους
δωδέκαρχος
δωδεκάς
δωδεκάσκαλμος
δωδεκάσκῡτος
δωδεκάστολος
δωδεκαταῖος
δωδεκατημόριον
δωδέκατος
δωδεκάφῡλον
δωδεκετής
Δωδώνη
View word page
δωδέκ-αρχος
δωδέκαρχοςουmἄρχω milit.commander of a unit of twelveX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δωδέκαρχος
Headword (normalized):
δωδέκαρχος
Headword (normalized/stripped):
δωδεκαρχος
IDX:
10442
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10443
Key:
δωδέκαρχος

Data

{'headword_display': '<b>δωδέκ-αρχος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δωδέκ<hyph/>αρχος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>ἄρχω</Ref></Ety></HG> <nS1><Indic>milit.</Indic><Tr>commander of a unit of twelve</Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δωδέκαρχος'}