Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυωκαιεικοσίμετρος
δυωκαιεικοσίπηχυς
δῶ
δῶ
δώδεκα
δωδεκάγναμπτος
δωδεκάδαρχος
δωδεκάδραχμος
δωδεκαετής
δωδεκάκις
δωδεκάλινος
δωδεκάμηνος
δωδεκαμήχανος
δωδεκάπαλαι
δωδεκάπους
δωδέκαρχος
δωδεκάς
δωδεκάσκαλμος
δωδεκάσκῡτος
δωδεκάστολος
δωδεκαταῖος
View word page
δωδεκά-λινος
δωδεκάλινοςονadjλίνον of the twine of a netmade of twelve threadsX.

ShortDef

of twelve threads

Debugging

Headword:
δωδεκάλινος
Headword (normalized):
δωδεκάλινος
Headword (normalized/stripped):
δωδεκαλινος
IDX:
10437
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10438
Key:
δωδεκάλινος

Data

{'headword_display': '<b>δωδεκά-λινος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δωδεκά<hyph/>λινος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>λίνον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of the twine of a net</Indic><Tr>made of twelve threads</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δωδεκάλινος'}