Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυωδεκάπολις
δυωδεκαταῖος
δυωδεκατειχής
δυωδέκατος
δυωκαιεικοσίμετρος
δυωκαιεικοσίπηχυς
δῶ
δῶ
δώδεκα
δωδεκάγναμπτος
δωδεκάδαρχος
δωδεκάδραχμος
δωδεκαετής
δωδεκάκις
δωδεκάλινος
δωδεκάμηνος
δωδεκαμήχανος
δωδεκάπαλαι
δωδεκάπους
δωδέκαρχος
δωδεκάς
View word page
δωδεκάδ-αρχος
δωδεκάδαρχοςουmδωδεκάςἄρχω milit.commander of a unit of twelve X.

ShortDef

a leader of twelve

Debugging

Headword:
δωδεκάδαρχος
Headword (normalized):
δωδεκάδαρχος
Headword (normalized/stripped):
δωδεκαδαρχος
IDX:
10433
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10434
Key:
δωδεκάδαρχος

Data

{'headword_display': '<b>δωδεκάδ-αρχος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δωδεκάδ<hyph/>αρχος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>δωδεκάς</Ref><Ref>ἄρχω</Ref></Ety></HG> <nS1><Indic>milit.</Indic><Tr>commander of a unit of twelve </Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δωδεκάδαρχος'}