Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
δυωδεκάδρομος
δυωδεκάμηνος
δυωδεκάπηχυς
δυωδεκάπολις
δυωδεκαταῖος
δυωδεκατειχής
δυωδέκατος
δυωκαιεικοσίμετρος
δυωκαιεικοσίπηχυς
δῶ
δῶ
δώδεκα
δωδεκάγναμπτος
δωδεκάδαρχος
δωδεκάδραχμος
δωδεκαετής
δωδεκάκις
δωδεκάλινος
δωδεκάμηνος
δωδεκαμήχανος
δωδεκάπαλαι
View word page
δῶ
2
δῶ
2
athem.aor.subj.
see
δίδωμι
ShortDef
house, dwelling
Debugging
Headword:
δῶ
Headword (normalized):
δῶ
Headword (normalized/stripped):
δω
IDX:
10430
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10431
Key:
δῶ_2
Data
{'headword_display': '<b>δῶ</b><sup>2</sup>', 'content': '<XE><RefFm>δῶ<Hm>2</Hm><LblR>athem.aor.subj.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>δίδωμι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'δῶ_2'}