Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δύω
δυώδεκα
δυωδεκάβοιος
δυωδεκάδρομος
δυωδεκάμηνος
δυωδεκάπηχυς
δυωδεκάπολις
δυωδεκαταῖος
δυωδεκατειχής
δυωδέκατος
δυωκαιεικοσίμετρος
δυωκαιεικοσίπηχυς
δῶ
δῶ
δώδεκα
δωδεκάγναμπτος
δωδεκάδαρχος
δωδεκάδραχμος
δωδεκαετής
δωδεκάκις
δωδεκάλινος
View word page
δυωκαιεικοσί-μετρος
δυωκαιεικοσίμετροςονdial.adjδύοκαίεἴκοσιμέτρον of a tripod-cauldronholding twenty-two measuresIl.

ShortDef

holding twenty-two measures

Debugging

Headword:
δυωκαιεικοσίμετρος
Headword (normalized):
δυωκαιεικοσίμετρος
Headword (normalized/stripped):
δυωκαιεικοσιμετρος
IDX:
10427
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10428
Key:
δυωκαιεικοσίμετρος

Data

{'headword_display': '<b>δυωκαιεικοσί-μετρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυωκαιεικοσί<hyph/>μετρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>dial.adj</PS><Ety><Ref>δύο</Ref><Ref>καί</Ref><Ref>εἴκοσι</Ref><Ref>μέτρον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a tripod-cauldron</Indic><Tr>holding twenty-two measures</Tr><Au>Il.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυωκαιεικοσίμετρος'}