Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσώδης
δυσωδίᾱ
δυσώνυμος
δυσωπέομαι
δυσωρέομαι
δύτης
δύω
δύω
δυώδεκα
δυωδεκάβοιος
δυωδεκάδρομος
δυωδεκάμηνος
δυωδεκάπηχυς
δυωδεκάπολις
δυωδεκαταῖος
δυωδεκατειχής
δυωδέκατος
δυωκαιεικοσίμετρος
δυωκαιεικοσίπηχυς
δῶ
δῶ
View word page
δυωδεκά-δρομος
δυωδεκάδρομοςονdial.adjδρόμος of a four-horse chariotcompeting in the twelve-lap racePi.

ShortDef

running the course twelve times

Debugging

Headword:
δυωδεκάδρομος
Headword (normalized):
δυωδεκάδρομος
Headword (normalized/stripped):
δυωδεκαδρομος
IDX:
10420
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10421
Key:
δυωδεκάδρομος

Data

{'headword_display': '<b>δυωδεκά-δρομος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυωδεκά<hyph/>δρομος</HL><Infl>ον</Infl><PS>dial.adj</PS><Ety><Ref>δρόμος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a four-horse chariot</Indic><Tr>competing in the twelve-lap race</Tr><Au>Pi.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυωδεκάδρομος'}