Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσχωρίᾱ
δυσώδης
δυσωδίᾱ
δυσώνυμος
δυσωπέομαι
δυσωρέομαι
δύτης
δύω
δύω
δυώδεκα
δυωδεκάβοιος
δυωδεκάδρομος
δυωδεκάμηνος
δυωδεκάπηχυς
δυωδεκάπολις
δυωδεκαταῖος
δυωδεκατειχής
δυωδέκατος
δυωκαιεικοσίμετρος
δυωκαιεικοσίπηχυς
δῶ
View word page
δυωδεκά-βοιος
δυωδεκάβοιοςονdial.adjβοῦς of a tripodworth twelve oxenIl.

ShortDef

worth twelve oxen

Debugging

Headword:
δυωδεκάβοιος
Headword (normalized):
δυωδεκάβοιος
Headword (normalized/stripped):
δυωδεκαβοιος
IDX:
10419
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10420
Key:
δυωδεκάβοιος

Data

{'headword_display': '<b>δυωδεκά-βοιος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυωδεκά<hyph/>βοιος</HL><Infl>ον</Infl><PS>dial.adj</PS><Ety><Ref>βοῦς</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a tripod</Indic><Tr>worth twelve oxen</Tr><Au>Il.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυωδεκάβοιος'}