Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσχώρητος
δυσχωρίᾱ
δυσώδης
δυσωδίᾱ
δυσώνυμος
δυσωπέομαι
δυσωρέομαι
δύτης
δύω
δύω
δυώδεκα
δυωδεκάβοιος
δυωδεκάδρομος
δυωδεκάμηνος
δυωδεκάπηχυς
δυωδεκάπολις
δυωδεκαταῖος
δυωδεκατειχής
δυωδέκατος
δυωκαιεικοσίμετρος
δυωκαιεικοσίπηχυς
View word page
δυώδεκα
δυώδεκαdial.indecl.num.adjseeδώδεκα

ShortDef

twelve

Debugging

Headword:
δυώδεκα
Headword (normalized):
δυώδεκα
Headword (normalized/stripped):
δυωδεκα
IDX:
10418
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10419
Key:
δυώδεκα

Data

{'headword_display': '<b>δυώδεκα</b>', 'content': '<XE><HG><HL>δυώδεκα</HL><PS>dial.indecl.num.adj</PS></HG><XR>see<Ref>δώδεκα</Ref></XR> </XE>', 'key': 'δυώδεκα'}