Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δύσχρηστος
δυσχώρητος
δυσχωρίᾱ
δυσώδης
δυσωδίᾱ
δυσώνυμος
δυσωπέομαι
δυσωρέομαι
δύτης
δύω
δύω
δυώδεκα
δυωδεκάβοιος
δυωδεκάδρομος
δυωδεκάμηνος
δυωδεκάπηχυς
δυωδεκάπολις
δυωδεκαταῖος
δυωδεκατειχής
δυωδέκατος
δυωκαιεικοσίμετρος
View word page
δύω2
δύω2ep.du.num.adj. and sbseeδύο

ShortDef

dunk

Debugging

Headword:
δύω
Headword (normalized):
δύω
Headword (normalized/stripped):
δυω
IDX:
10417
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10418
Key:
δύω_2

Data

{'headword_display': '<b>δύω</b><sup>2</sup>', 'content': '<XE><HG><HL>δύω<Hm>2</Hm></HL><PS>ep.du.num.adj. and sb</PS></HG><XR>see<Ref>δύο</Ref></XR> </XE>', 'key': 'δύω_2'}