Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δύσχορτος
δυσχρηστέω
δυσχρηστίᾱ
δύσχρηστος
δυσχώρητος
δυσχωρίᾱ
δυσώδης
δυσωδίᾱ
δυσώνυμος
δυσωπέομαι
δυσωρέομαι
δύτης
δύω
δύω
δυώδεκα
δυωδεκάβοιος
δυωδεκάδρομος
δυωδεκάμηνος
δυωδεκάπηχυς
δυωδεκάπολις
δυωδεκαταῖος
View word page
δυσωρέομαι
δυσωρέομαιmid.contr.vbὤρᾱ of sheepdogskeep an anxious watchIl.

ShortDef

a watcher

Debugging

Headword:
δυσωρέομαι
Headword (normalized):
δυσωρέομαι
Headword (normalized/stripped):
δυσωρεομαι
IDX:
10414
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10415
Key:
δυσωρέομαι

Data

{'headword_display': '<b>δυσωρέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δυσωρέομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS><Ety><Ref>ὤρᾱ</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Indic>of sheepdogs</Indic><Tr>keep an anxious watch</Tr><Au>Il.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'δυσωρέομαι'}