Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσχερής
δύσχιμος
δυσχλαινίᾱ
δύσχορτος
δυσχρηστέω
δυσχρηστίᾱ
δύσχρηστος
δυσχώρητος
δυσχωρίᾱ
δυσώδης
δυσωδίᾱ
δυσώνυμος
δυσωπέομαι
δυσωρέομαι
δύτης
δύω
δύω
δυώδεκα
δυωδεκάβοιος
δυωδεκάδρομος
δυωδεκάμηνος
View word page
δυσωδίᾱ
δυσωδίᾱᾱςf foul smellArist.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δυσωδίᾱ
Headword (normalized):
δυσωδίᾱ
Headword (normalized/stripped):
δυσωδια
IDX:
10411
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10412
Key:
δυσωδίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>δυσωδίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δυσωδίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>foul smell</Tr><Au>Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δυσωδίᾱ'}