Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσχείρωμα
δυσχείρωτος
δυσχεραίνω
δυσχέρασμα
δυσχέρεια
δυσχερής
δύσχιμος
δυσχλαινίᾱ
δύσχορτος
δυσχρηστέω
δυσχρηστίᾱ
δύσχρηστος
δυσχώρητος
δυσχωρίᾱ
δυσώδης
δυσωδίᾱ
δυσώνυμος
δυσωπέομαι
δυσωρέομαι
δύτης
δύω
View word page
δυσχρηστίᾱ
δυσχρηστίᾱᾱςf difficult or troubling situationdifficulty, hardshipPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δυσχρηστίᾱ
Headword (normalized):
δυσχρηστίᾱ
Headword (normalized/stripped):
δυσχρηστια
IDX:
10406
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10407
Key:
δυσχρηστίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>δυσχρηστίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δυσχρηστίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Def>difficult or troubling situation</Def><Tr>difficulty, hardship</Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δυσχρηστίᾱ'}