Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσχείμερος
δυσχείμων
δυσχείρωμα
δυσχείρωτος
δυσχεραίνω
δυσχέρασμα
δυσχέρεια
δυσχερής
δύσχιμος
δυσχλαινίᾱ
δύσχορτος
δυσχρηστέω
δυσχρηστίᾱ
δύσχρηστος
δυσχώρητος
δυσχωρίᾱ
δυσώδης
δυσωδίᾱ
δυσώνυμος
δυσωπέομαι
δυσωρέομαι
View word page
δύσ-χορτος
δύσχορτοςονadjχόρτος of a homelandwith poor pasturagebarrenE.

ShortDef

with little grass, ill off for food

Debugging

Headword:
δύσχορτος
Headword (normalized):
δύσχορτος
Headword (normalized/stripped):
δυσχορτος
IDX:
10404
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10405
Key:
δύσχορτος

Data

{'headword_display': '<b>δύσ-χορτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δύσ<hyph/>χορτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>χόρτος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a homeland</Indic><Def>with poor pasturage</Def><Tr>barren</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δύσχορτος'}