Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσφύλακτος
δυσχείμερος
δυσχείμων
δυσχείρωμα
δυσχείρωτος
δυσχεραίνω
δυσχέρασμα
δυσχέρεια
δυσχερής
δύσχιμος
δυσχλαινίᾱ
δύσχορτος
δυσχρηστέω
δυσχρηστίᾱ
δύσχρηστος
δυσχώρητος
δυσχωρίᾱ
δυσώδης
δυσωδίᾱ
δυσώνυμος
δυσωπέομαι
View word page
δυσχλαινίᾱ
δυσχλαινίᾱᾱςfχλαῖνα shabby clothesE.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δυσχλαινίᾱ
Headword (normalized):
δυσχλαινίᾱ
Headword (normalized/stripped):
δυσχλαινια
IDX:
10403
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10404
Key:
δυσχλαινίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>δυσχλαινίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δυσχλαινίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>χλαῖνα</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>shabby clothes</Tr><Au>E.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δυσχλαινίᾱ'}