Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δύσφραστος
δυσφρόναι
δυσφροσύναι
δύσφρων
δυσφύλακτος
δυσχείμερος
δυσχείμων
δυσχείρωμα
δυσχείρωτος
δυσχεραίνω
δυσχέρασμα
δυσχέρεια
δυσχερής
δύσχιμος
δυσχλαινίᾱ
δύσχορτος
δυσχρηστέω
δυσχρηστίᾱ
δύσχρηστος
δυσχώρητος
δυσχωρίᾱ
View word page
δυσχέρασμα
δυσχέρασμαατοςn instance of dislikingdislikePl.

ShortDef

harsh judgements

Debugging

Headword:
δυσχέρασμα
Headword (normalized):
δυσχέρασμα
Headword (normalized/stripped):
δυσχερασμα
IDX:
10399
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10400
Key:
δυσχέρασμα

Data

{'headword_display': '<b>δυσχέρασμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δυσχέρασμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Def>instance of disliking</Def><Tr>dislike</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δυσχέρασμα'}