Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσφορέω
δυσφόρμιγξ
δύσφορος
δύσφραστος
δυσφρόναι
δυσφροσύναι
δύσφρων
δυσφύλακτος
δυσχείμερος
δυσχείμων
δυσχείρωμα
δυσχείρωτος
δυσχεραίνω
δυσχέρασμα
δυσχέρεια
δυσχερής
δύσχιμος
δυσχλαινίᾱ
δύσχορτος
δυσχρηστέω
δυσχρηστίᾱ
View word page
δυσ-χείρωμα
δυσχείρωμαατοςn that which is hard to conquerdifficult challengeS.or perh. hard-won victory

ShortDef

a thing hard to be subdued, a hard conquest

Debugging

Headword:
δυσχείρωμα
Headword (normalized):
δυσχείρωμα
Headword (normalized/stripped):
δυσχειρωμα
IDX:
10396
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10397
Key:
δυσχείρωμα

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-χείρωμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δυσ<hyph/>χείρωμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Def>that which is hard to conquer</Def><Tr>difficult challenge</Tr><Au>S.</Au><Extra>or perh. <ital>hard-won victory</ital></Extra></nS1></NE>', 'key': 'δυσχείρωμα'}