Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσφιλής
δυσφορέω
δυσφόρμιγξ
δύσφορος
δύσφραστος
δυσφρόναι
δυσφροσύναι
δύσφρων
δυσφύλακτος
δυσχείμερος
δυσχείμων
δυσχείρωμα
δυσχείρωτος
δυσχεραίνω
δυσχέρασμα
δυσχέρεια
δυσχερής
δύσχιμος
δυσχλαινίᾱ
δύσχορτος
δυσχρηστέω
View word page
δυσ-χείμων
δυσχείμωνονgen.ονοςadjχειμών of lakesstormyAR.

ShortDef

wintry, stormy

Debugging

Headword:
δυσχείμων
Headword (normalized):
δυσχείμων
Headword (normalized/stripped):
δυσχειμων
IDX:
10395
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10396
Key:
δυσχείμων

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-χείμων</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>χείμων</HL><Infl>ον</Infl><VInfl><Lbl>gen.</Lbl><FmInfl>ονος</FmInfl></VInfl><PS>adj</PS><Ety><Ref>χειμών</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of lakes</Indic><Tr>stormy</Tr><Au>AR.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυσχείμων'}