Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δύσφατος
δύσφευκτος
δυσφημέω
δυσφημίᾱ
δύσφημος
δυσφιλής
δυσφορέω
δυσφόρμιγξ
δύσφορος
δύσφραστος
δυσφρόναι
δυσφροσύναι
δύσφρων
δυσφύλακτος
δυσχείμερος
δυσχείμων
δυσχείρωμα
δυσχείρωτος
δυσχεραίνω
δυσχέρασμα
δυσχέρεια
View word page
δυσφρόναι
δυσφρόναιᾶνdial.f.plδύσφρων unhappy thoughts, anxietiesPi.dub.cj.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δυσφρόναι
Headword (normalized):
δυσφρόναι
Headword (normalized/stripped):
δυσφροναι
IDX:
10390
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10391
Key:
δυσφρόναι

Data

{'headword_display': '<b>δυσφρόναι</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δυσφρόναι</HL><Infl>ᾶν</Infl><PS>dial.f.pl</PS><Ety><Ref>δύσφρων</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>unhappy thoughts, anxieties</Tr><Au>Pi.<LblR>dub.cj.</LblR></Au></nS1></NE>', 'key': 'δυσφρόναι'}