Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσφανής
δύσφατος
δύσφευκτος
δυσφημέω
δυσφημίᾱ
δύσφημος
δυσφιλής
δυσφορέω
δυσφόρμιγξ
δύσφορος
δύσφραστος
δυσφρόναι
δυσφροσύναι
δύσφρων
δυσφύλακτος
δυσχείμερος
δυσχείμων
δυσχείρωμα
δυσχείρωτος
δυσχεραίνω
δυσχέρασμα
View word page
δύσ-φραστος
δύσφραστοςονadjφράζω of a processhard to describePl.

ShortDef

hard to tell

Debugging

Headword:
δύσφραστος
Headword (normalized):
δύσφραστος
Headword (normalized/stripped):
δυσφραστος
IDX:
10389
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10390
Key:
δύσφραστος

Data

{'headword_display': '<b>δύσ-φραστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δύσ<hyph/>φραστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φράζω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a process</Indic><Tr>hard to describe</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δύσφραστος'}