Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυστράπελος
δύστροπος
δυστυχέω
δυστύχημα
δυστυχής
δυστυχίᾱ
δυσυπόστατος
δύσφᾱμος
δυσφανής
δύσφατος
δύσφευκτος
δυσφημέω
δυσφημίᾱ
δύσφημος
δυσφιλής
δυσφορέω
δυσφόρμιγξ
δύσφορος
δύσφραστος
δυσφρόναι
δυσφροσύναι
View word page
δύσ-φευκτος
δύσφευκτοςονadjφευκτός of troublehard to escapeMen.

ShortDef

hard to be avoided

Debugging

Headword:
δύσφευκτος
Headword (normalized):
δύσφευκτος
Headword (normalized/stripped):
δυσφευκτος
IDX:
10381
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10382
Key:
δύσφευκτος

Data

{'headword_display': '<b>δύσ-φευκτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δύσ<hyph/>φευκτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φευκτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of trouble</Indic><Tr>hard to escape</Tr><Au>Men.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δύσφευκτος'}