Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δύστονος
δυστόπαστος
δυστόχαστος
δυστράπεζος
δυστράπελος
δύστροπος
δυστυχέω
δυστύχημα
δυστυχής
δυστυχίᾱ
δυσυπόστατος
δύσφᾱμος
δυσφανής
δύσφατος
δύσφευκτος
δυσφημέω
δυσφημίᾱ
δύσφημος
δυσφιλής
δυσφορέω
δυσφόρμιγξ
View word page
δυσ-υπόστατος
δυσυπόστατοςονadjὑποστατός of a soldierhard to withstandresistPlu.

ShortDef

hard to withstand

Debugging

Headword:
δυσυπόστατος
Headword (normalized):
δυσυπόστατος
Headword (normalized/stripped):
δυσυποστατος
IDX:
10377
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10378
Key:
δυσυπόστατος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-υπόστατος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>υπόστατος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ὑποστατός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a soldier</Indic><Tr>hard to withstand<or/>resist</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυσυπόστατος'}