Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δύστηνος
δυστήρητος
δυστλήμων
δύστλητος
δυστοκέω
δυστοκής
δυστομέω
δύστονος
δυστόπαστος
δυστόχαστος
δυστράπεζος
δυστράπελος
δύστροπος
δυστυχέω
δυστύχημα
δυστυχής
δυστυχίᾱ
δυσυπόστατος
δύσφᾱμος
δυσφανής
δύσφατος
View word page
δυσ-τράπεζος
δυστράπεζοςονadjτράπεζα of man-eating horsesdining gruesomelyE.

ShortDef

fed on horrid food

Debugging

Headword:
δυστράπεζος
Headword (normalized):
δυστράπεζος
Headword (normalized/stripped):
δυστραπεζος
IDX:
10370
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10371
Key:
δυστράπεζος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-τράπεζος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>τράπεζος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>τράπεζα</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of man-eating horses</Indic><Tr>dining gruesomely</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυστράπεζος'}