Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀρτιασμός
ἀρτίγαμος
ἀρτιγλυφής
ἀρτίγομφος
ἀρτίδακρυς
ἀρτιεπής
ἀρτίζομαι
ἀρτιζυγίᾱ
ἀρτιθανής
ἀρτίκολλος
ἀρτικροτέομαι
ἀρτιμαθής
ἀρτιμελής
Ἄρτιμις
ἄρτιος
ἀρτιότης
ἀρτιπαγής
ἀρτίπλουτος
ἀρτίπους
ἄρτισις
ἀρτίστομος
View word page
ἀρτικροτέομαι
ἀρτικροτέομαιpass.contr.vbκρότος fig., of the two elements of a plotbe hammered tightly togetherby a tragedianArist.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀρτικροτέομαι
Headword (normalized):
ἀρτικροτέομαι
Headword (normalized/stripped):
αρτικροτεομαι
IDX:
1036
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1037
Key:
ἀρτικροτέομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀρτικροτέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀρτικροτέομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS><Ety><Ref>κρότος</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Indic>fig., of the two elements of a plot</Indic><Tr>be hammered tightly together<Expl>by a tragedian</Expl></Tr><Au>Arist.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀρτικροτέομαι'}