Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυστέκμαρτος
δύστεκνος
δυστερπής
δύστηνος
δυστήρητος
δυστλήμων
δύστλητος
δυστοκέω
δυστοκής
δυστομέω
δύστονος
δυστόπαστος
δυστόχαστος
δυστράπεζος
δυστράπελος
δύστροπος
δυστυχέω
δυστύχημα
δυστυχής
δυστυχίᾱ
δυσυπόστατος
View word page
δύ-στονος
δύστονοςονadjδυσ-στόνος of sufferingslamentable, grievousA.

ShortDef

lamentable

Debugging

Headword:
δύστονος
Headword (normalized):
δύστονος
Headword (normalized/stripped):
δυστονος
IDX:
10367
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10368
Key:
δύστονος

Data

{'headword_display': '<b>δύ-στονος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δύ<hyph/>στονος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>δυσ-</Ref><Ref>στόνος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of sufferings</Indic><Tr>lamentable, grievous</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δύστονος'}