Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυστάλᾱς
δύστᾱνος
δυστέκμαρτος
δύστεκνος
δυστερπής
δύστηνος
δυστήρητος
δυστλήμων
δύστλητος
δυστοκέω
δυστοκής
δυστομέω
δύστονος
δυστόπαστος
δυστόχαστος
δυστράπεζος
δυστράπελος
δύστροπος
δυστυχέω
δυστύχημα
δυστυχής
View word page
δυσ-τοκής
δυστοκήςέςadjτίκτωfem.nom.pl.
δυστοκέες
of womenhaving a difficult labourCall.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δυστοκής
Headword (normalized):
δυστοκής
Headword (normalized/stripped):
δυστοκης
IDX:
10365
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10366
Key:
δυστοκής

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-τοκής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>τοκής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>τίκτω</Ref></Ety><FG><Case><Lbl>fem.nom.pl.</Lbl><Form>δυστοκέες</Form></Case></FG></HG> <aS1><Indic>of women</Indic><Tr>having a difficult labour</Tr><Au>Call.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυστοκής'}