Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσσύνοπτος
δύστακτος
δυστάλᾱς
δύστᾱνος
δυστέκμαρτος
δύστεκνος
δυστερπής
δύστηνος
δυστήρητος
δυστλήμων
δύστλητος
δυστοκέω
δυστοκής
δυστομέω
δύστονος
δυστόπαστος
δυστόχαστος
δυστράπεζος
δυστράπελος
δύστροπος
δυστυχέω
View word page
δύσ-τλητος
δύστλητος
dial.δύστλᾱτος
ονadjτλητός
of sufferingshard to bearA. B.fr.

ShortDef

hard to bear

Debugging

Headword:
δύστλητος
Headword (normalized):
δύστλητος
Headword (normalized/stripped):
δυστλητος
IDX:
10363
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10364
Key:
δύστλητος

Data

{'headword_display': '<b>δύσ-τλητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δύσ<hyph/>τλητος</HL><DL><Lbl>dial.</Lbl><FmHL>δύστλᾱτος</FmHL></DL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>τλητός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of sufferings</Indic><Tr>hard to bear</Tr><Au>A. B.<Wk>fr.</Wk></Au></aS1></AE>', 'key': 'δύστλητος'}