Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσστομέω
δυσστόχαστος
δυσσύμβολος
δυσσύνετος
δυσσύνοπτος
δύστακτος
δυστάλᾱς
δύστᾱνος
δυστέκμαρτος
δύστεκνος
δυστερπής
δύστηνος
δυστήρητος
δυστλήμων
δύστλητος
δυστοκέω
δυστοκής
δυστομέω
δύστονος
δυστόπαστος
δυστόχαστος
View word page
δυσ-τερπής
δυστερπήςέςadjτέρπω of sufferingsunpleasantA.

ShortDef

ill-pleasing

Debugging

Headword:
δυστερπής
Headword (normalized):
δυστερπής
Headword (normalized/stripped):
δυστερπης
IDX:
10359
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10360
Key:
δυστερπής

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-τερπής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>τερπής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>τέρπω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of sufferings</Indic><Tr>unpleasant</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυστερπής'}