Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δύσσοος
δυσστομέω
δυσστόχαστος
δυσσύμβολος
δυσσύνετος
δυσσύνοπτος
δύστακτος
δυστάλᾱς
δύστᾱνος
δυστέκμαρτος
δύστεκνος
δυστερπής
δύστηνος
δυστήρητος
δυστλήμων
δύστλητος
δυστοκέω
δυστοκής
δυστομέω
δύστονος
δυστόπαστος
View word page
δύσ-τεκνος
δύστεκνοςονadjτέκνον of the procreationof accursed childrenS.dub.

ShortDef

unfortunate in children

Debugging

Headword:
δύστεκνος
Headword (normalized):
δύστεκνος
Headword (normalized/stripped):
δυστεκνος
IDX:
10358
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10359
Key:
δύστεκνος

Data

{'headword_display': '<b>δύσ-τεκνος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δύσ<hyph/>τεκνος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>τέκνον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of the procreation</Indic><Tr>of accursed children</Tr><Au>S.<LblR>dub.</LblR></Au></aS1></AE>', 'key': 'δύστεκνος'}