Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δύσρῑγος
δυσσέβεια
δυσσεβέω
δυσσεβής
δύσσοος
δυσστομέω
δυσστόχαστος
δυσσύμβολος
δυσσύνετος
δυσσύνοπτος
δύστακτος
δυστάλᾱς
δύστᾱνος
δυστέκμαρτος
δύστεκνος
δυστερπής
δύστηνος
δυστήρητος
δυστλήμων
δύστλητος
δυστοκέω
View word page
δύσ-τακτος
δύστακτοςονadjτακτός of the female sexill-regulated, disorganisedPl.

ShortDef

ill-regulated, disordered

Debugging

Headword:
δύστακτος
Headword (normalized):
δύστακτος
Headword (normalized/stripped):
δυστακτος
IDX:
10354
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10355
Key:
δύστακτος

Data

{'headword_display': '<b>δύσ-τακτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δύσ<hyph/>τακτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>τακτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of the female sex</Indic><Tr>ill-regulated, disorganised</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δύστακτος'}