Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσπρόσοιστος
δυσπρόσοπτος
δυσπροσόρμιστος
δυσπροσπέλαστος
δύσρῑγος
δυσσέβεια
δυσσεβέω
δυσσεβής
δύσσοος
δυσστομέω
δυσστόχαστος
δυσσύμβολος
δυσσύνετος
δυσσύνοπτος
δύστακτος
δυστάλᾱς
δύστᾱνος
δυστέκμαρτος
δύστεκνος
δυστερπής
δύστηνος
View word page
δυσ-στόχαστος
δυσ-στόχαστοςorδυστόχαστοςονadjστοχάζομαι of the right timehard to hit uponPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δυσστόχαστος
Headword (normalized):
δυσστόχαστος
Headword (normalized/stripped):
δυσστοχαστος
IDX:
10350
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10351
Key:
δυσστόχαστος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-στόχαστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ-στόχαστος<VL><Lbl>or</Lbl><FmHL>δυστόχαστος</FmHL></VL></HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>στοχάζομαι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of the right time</Indic><Tr>hard to hit upon</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυσστόχαστος'}