Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσπρόσοδος
δυσπρόσοιστος
δυσπρόσοπτος
δυσπροσόρμιστος
δυσπροσπέλαστος
δύσρῑγος
δυσσέβεια
δυσσεβέω
δυσσεβής
δύσσοος
δυσστομέω
δυσστόχαστος
δυσσύμβολος
δυσσύνετος
δυσσύνοπτος
δύστακτος
δυστάλᾱς
δύστᾱνος
δυστέκμαρτος
δύστεκνος
δυστερπής
View word page
δυσστομέω
δυσστομέωorδυστομέωcontr.vbστόμα speak ill of, abusepersonsw.acc.in certain wordsS.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δυσστομέω
Headword (normalized):
δυσστομέω
Headword (normalized/stripped):
δυσστομεω
IDX:
10349
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10350
Key:
δυσστομέω

Data

{'headword_display': '<b>δυσστομέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δυσστομέω<VL><Lbl>or</Lbl><FmHL>δυστομέω</FmHL></VL></HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>στόμα</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>speak ill of, abuse</Tr><Obj>persons<Expl><GLbl>w.acc.</GLbl>in certain words</Expl><Au>S.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'δυσστομέω'}