Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσπρόσβατος
δυσπρόσιτος
δυσπρόσμαχος
δυσπρόσοδος
δυσπρόσοιστος
δυσπρόσοπτος
δυσπροσόρμιστος
δυσπροσπέλαστος
δύσρῑγος
δυσσέβεια
δυσσεβέω
δυσσεβής
δύσσοος
δυσστομέω
δυσστόχαστος
δυσσύμβολος
δυσσύνετος
δυσσύνοπτος
δύστακτος
δυστάλᾱς
δύστᾱνος
View word page
δυσσεβέω
δυσσεβέωcontr.vb behave impiouslyTrag.

ShortDef

to think or act ungodly

Debugging

Headword:
δυσσεβέω
Headword (normalized):
δυσσεβέω
Headword (normalized/stripped):
δυσσεβεω
IDX:
10346
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10347
Key:
δυσσεβέω

Data

{'headword_display': '<b>δυσσεβέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δυσσεβέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>behave impiously</Tr><Au>Trag.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'δυσσεβέω'}