Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσπρᾱγίᾱ
δυσπρᾱξίᾱ
δυσπρεπής
δυσπρόσβατος
δυσπρόσιτος
δυσπρόσμαχος
δυσπρόσοδος
δυσπρόσοιστος
δυσπρόσοπτος
δυσπροσόρμιστος
δυσπροσπέλαστος
δύσρῑγος
δυσσέβεια
δυσσεβέω
δυσσεβής
δύσσοος
δυσστομέω
δυσστόχαστος
δυσσύμβολος
δυσσύνετος
δυσσύνοπτος
View word page
δυσ-προσπέλαστος
δυσπροσπέλαστοςονadjπροσπελάζω of citieshard to approach, inaccessiblePlu.

ShortDef

hard to get at

Debugging

Headword:
δυσπροσπέλαστος
Headword (normalized):
δυσπροσπέλαστος
Headword (normalized/stripped):
δυσπροσπελαστος
IDX:
10343
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10344
Key:
δυσπροσπέλαστος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-προσπέλαστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>προσπέλαστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>προσπελάζω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of cities</Indic><Tr>hard to approach, inaccessible</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυσπροσπέλαστος'}