Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσπρᾱγέω
δυσπρᾱγίᾱ
δυσπρᾱξίᾱ
δυσπρεπής
δυσπρόσβατος
δυσπρόσιτος
δυσπρόσμαχος
δυσπρόσοδος
δυσπρόσοιστος
δυσπρόσοπτος
δυσπροσόρμιστος
δυσπροσπέλαστος
δύσρῑγος
δυσσέβεια
δυσσεβέω
δυσσεβής
δύσσοος
δυσστομέω
δυσστόχαστος
δυσσύμβολος
δυσσύνετος
View word page
δυσ-προσόρμιστος
δυσπροσόρμιστοςονadjπροσορμίζομαι of a coastlacking safe anchoragePlb.

ShortDef

hard to land on, having few ports

Debugging

Headword:
δυσπροσόρμιστος
Headword (normalized):
δυσπροσόρμιστος
Headword (normalized/stripped):
δυσπροσορμιστος
IDX:
10342
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10343
Key:
δυσπροσόρμιστος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-προσόρμιστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>προσόρμιστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>προσορμίζομαι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a coast</Indic><Tr>lacking safe anchorage</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυσπροσόρμιστος'}